- Φιλίῳ
- Φίλιοςfriendlymasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλιώ — όω, ΜΑ βλ. φιλιώνω … Dictionary of Greek
φιλιῶ — φιλιάζω to be a friend fut ind act 1st sg (attic epic ionic) φιλιόω make a friend of pres subj act 1st sg φιλιόω make a friend of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίῳ — φίλιος friendly masc/neut dat sg φίλιος friendly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλιώνω — φιλιῶ, όω, ΝΜΑ [φίλιος] νεοελλ. 1. αποκαθιστώ τις αγαθές σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, συμφιλιώνω 2. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι («φίλιωσαν μετά από δέκα χρόνια») μσν. αρχ. κάνω κάποιον φίλο μου … Dictionary of Greek
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… … Dictionary of Greek
προσφιλιώ — όω, ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι φίλος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλιῶ (< φίλιος)] … Dictionary of Greek
συμφιλιώνω — συμφιλιῶ, όω, ΝΜ επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλιῶ / ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)] … Dictionary of Greek
φιλίωσις — ώσεως, ἡ, Μ [φιλιῶ] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. στον πληθ. αἱ φιλιώσεις ερωτικές επαφές … Dictionary of Greek
φιλιωτής — ὁ, Α [φιλιώ] (κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής … Dictionary of Greek